ετυμηγορία

ετυμηγορία
η юр.
1) решение присяжных; решение суда; 2) свободное волеизъявление народа на выборах

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ετυμηγορία" в других словарях:

  • ετυμηγορία — η (Α ἐτυμηγορία) [ετυμηγόρος] νεοελλ. 1. (νομ.) η απόφαση κάθε δικαστηρίου, αλλά κυρίως τού ορκωτού («η ετυμηγορία τών ενόρκων») 2. φρ. «η ετυμηγορία τού λαού» η διά τής ψήφου εκφραζόμενη λαϊκή θέληση αρχ. το να λέει κάποιος την αλήθεια, η… …   Dictionary of Greek

  • ετυμηγορία — η 1. απόφαση δικαστηρίου (κυρ. ορκωτού): Ετυμηγορία των ενόρκων. 2. θέληση, βούληση: Η κυβέρνηση προήλθε από την ετυμηγορία του λαού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόφαση — η (AM ἀπόφασις) [αποφαίνω] 1. οριστική γνώμη, τελική κρίση 2. δικαστική απόφαση, ετυμηγορία νεοελλ. 1. διαταγή, διάταξη 2. φρ. «το πήρε απόφαση» πείστηκε οριστικά αρχ. μσν. απάντηση, απόκριση αρχ. κατάλογος, απογραφή …   Dictionary of Greek

  • λαοκρισία — η η κρίση που εκφέρεται από τον λαό, λαϊκή ετυμηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρισία (< κρίση), πρβλ. ευθυ κρισία, υπο κρισία] …   Dictionary of Greek

  • συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Πέτρος και Μικελόν — Νησιωτική κτήση (242 τ. χλμ., 6.928 κάτ. το 2001) της Γαλλίας στον Ατλαντικό ωκεανό. Πρωτεύουσα της κτήσης είναι η πόλη του Αγίου Πέτρου.Νησιωτική κτήση (242 τ. χλμ., 6.928 κάτ. το 2001) της Γαλλίας στον Ατλαντικό ωκεανό. Πρωτεύουσα της κτήσης… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… …   Dictionary of Greek

  • Λιούμετ, Σίντνεϊ — (Sidney Lumet, Φιλαδέλφεια 1924 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και στο Actors Studio. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ηλικία 5 ετών ως παιδί θαύμα,… …   Dictionary of Greek

  • Λουιζιάνα — (Louisiana). Ομόσπονδη πολιτεία (123.677 τ. χλμ., 4.465.430 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο νότιο τμήμα της χώρας. Βρέχεται από τον Κόλπο του Μεξικού (Ατλαντικός ωκεανός) στα Ν, συνορεύει με το Τέξας στα Δ και με τις πολιτείες Αρκάνσας στα Β και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»